-
1 καινοταφος
См. также в других словарях:
καινόταφος — καινόταφος, ον (Α) (μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος] … Dictionary of Greek
1 καινοταφος
καινόταφος — καινόταφος, ον (Α) (μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος] … Dictionary of Greek